- κοτινάς
- κοτῐνάς, άδος, ἡ,A grafted upon a wild olive,
ἐλαία Poll.6.45
.II fruit of the wild olive-tree, Hp.Morb.3.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐλαία Poll.6.45
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοτινάς — κοτινάς, άδος, ἡ (Α) 1. αγριελιά που έχει κεντρωθεί με ήμερη ελιά 2. ο καρπός τής αγριελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότινος + επίθημα άς / άδος (πρβλ. γενει άς, κλεισι άς)] … Dictionary of Greek
κοτινάδα — κοτινάς grafted upon a wild olive fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτινάδας — κοτινάς grafted upon a wild olive fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτινάδες — κοτινάς grafted upon a wild olive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)